From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /fotoɣraˈfo/
Hyphenation: φω‧το‧γρα‧φώ
φωτογραφώ • (fotografó ) (past φωτογράφησα , passive φωτογραφούμαι )
( formal ) Alternative form of φωτογραφίζω ( fotografízo , “ to photograph ” )
φωτογραφώ , φωτογραφούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
φωτογραφώ (φωτογραφίζω → )
φωτογραφήσω 1 → φωτογραφίσω
φωτογραφούμαι
φωτογραφηθώ
2 sg
φωτογραφείς
φωτογραφήσεις
φωτογραφείσαι
φωτογραφηθείς
3 sg
φωτογραφεί
φωτογραφήσει
φωτογραφείται
φωτογραφηθεί
1 pl
φωτογραφούμε
φωτογραφήσουμε , [-ομε ]
φωτογραφούμαστε
φωτογραφηθούμε
2 pl
φωτογραφείτε
φωτογραφήσετε
φωτογραφείστε
φωτογραφηθείτε
3 pl
φωτογραφούν (ε )
φωτογραφήσουν (ε )
φωτογραφούνται
φωτογραφηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
φωτογραφούσα
φωτογράφησα 1 → φωτογράφισα
[φωτογραφούμουν (α )]
φωτογραφήθηκα
2 sg
φωτογραφούσες
φωτογράφησες
[φωτογραφούσουν (α )]
φωτογραφήθηκες
3 sg
φωτογραφούσε
φωτογράφησε
φωτογραφούναν
φωτογραφήθηκε
1 pl
φωτογραφούσαμε
φωτογραφήσαμε
φωτογραφούμασταν , (‑ούμαστε )
φωτογραφηθήκαμε
2 pl
φωτογραφούσατε
φωτογραφήσατε
[φωτογραφούσασταν , (‑ούσαστε )]
φωτογραφηθήκατε
3 pl
φωτογραφούσαν (ε )
φωτογράφησαν , φωτογραφήσαν (ε )
φωτογραφούναν
φωτογραφήθηκαν , φωτογραφηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα φωτογραφώ ➤
θα φωτογραφήσω /φωτογραφίσω 1 ➤
θα φωτογραφούμαι ➤
θα φωτογραφηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα φωτογραφείς , …
θα φωτογραφήσεις , …
θα φωτογραφείσαι , …
θα φωτογραφηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , ... φωτογραφήσει /φωτογραφίσει 1 έχω, έχεις, … φωτογραφημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … φωτογραφηθεί είμαι , είσαι , … φωτογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … φωτογραφήσει είχα, είχες, … φωτογραφημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … φωτογραφηθεί ήμουν , ήσουν , … φωτογραφημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … φωτογραφήσει θα έχω, θα έχεις, … φωτογραφημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … φωτογραφηθεί θα είμαι, θα είσαι, … φωτογραφημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
φωτογράφησε → φωτογράφισε 1
—
φωτογραφήσου → φωτογραφίσου 1
2 pl
φωτογραφείτε
φωτογραφήστε
φωτογραφείστε
φωτογραφηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
φωτογραφώντας ➤
φωτογραφούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας φωτογραφήσει ➤
φωτογραφημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
φωτογραφήσει → φωτογραφίσει 1
φωτογραφηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. For the specific forms, the endings with -ισ , coming from the 1st conjugation ‑ίζω verb φωτογραφίζω , prevail. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.