δηλαδή
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- δηλ. (dil.) (abbreviation)
Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek δηλαδή (dēladḗ),[1] univerbation of δῆλά δη (dêlá dē),[2] from δῆλᾰ (dêla, “neuter plural of δῆλος (dêlos, “visible, manifest”)”) + δή (dḗ, “truly, exactly”).
Pronunciation
[edit]Conjunction
[edit]δηλαδή • (diladí)
- specifically, namely, that is to say
- Η χώρα μας, δηλαδή η Ελλάδα. ― I chóra mas, diladí i Elláda. ― Our country, namely Greece.
- i.e., namely, in other words
- Τα αλκάνια είναι κορεσμένοι αλειφατικοί (δηλαδή μη κυκλικοί) υδρογονάνθρακες.
- Ta alkánia eínai koresménoi aleifatikoí (diladí mi kyklikoí) ydrogonánthrakes.
- Alkanes are saturated aliphatic (i.e. acyclic) hydrocarbons.
- so, therefore
- Δηλαδή τι θες να κάνω εγώ;
- Diladí ti thes na káno egó?
- So what do you want me to do, then?
Synonyms
[edit]- (specifically, that is to say): δηλονότι (dilonóti), ήγουν (ígoun), ήτοι (ítoi), τουτέστιν (toutéstin)
- (so, therefore): λοιπόν (loipón), ήγουν (ígoun), ήτοι (ítoi)
References
[edit]- ^ δηλαδή, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- ^ δηλαδή - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas (in Greek), Athens: Lexicology Centre