Jump to content

απίστευτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Byzantine Greek ἀπίστευτος (apísteutos); by surface analysis, α- (a-) +‎ πιστεύω (pistévo) +‎ -τος (-tos).

Adjective

[edit]

απίστευτος (apísteftosm (feminine απίστευτη, neuter απίστευτο)

  1. incredible, unbelievable

Declension

[edit]
Declension of απίστευτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απίστευτος (apísteftos) απίστευτη (apístefti) απίστευτο (apístefto) απίστευτοι (apísteftoi) απίστευτες (apísteftes) απίστευτα (apístefta)
genitive απίστευτου (apísteftou) απίστευτης (apísteftis) απίστευτου (apísteftou) απίστευτων (apístefton) απίστευτων (apístefton) απίστευτων (apístefton)
accusative απίστευτο (apístefto) απίστευτη (apístefti) απίστευτο (apístefto) απίστευτους (apísteftous) απίστευτες (apísteftes) απίστευτα (apístefta)
vocative απίστευτε (apístefte) απίστευτη (apístefti) απίστευτο (apístefto) απίστευτοι (apísteftoi) απίστευτες (apísteftes) απίστευτα (apístefta)