απίστευτα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]απίστευτα • (apístefta)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of απίστευτος (apísteftos)
Adverb
[edit]απίστευτα • (apístefta)
απίστευτα • (apístefta)
απίστευτα • (apístefta)