From Wiktionary, the free dictionary
Learned borrowing from Koine Greek ἐξευτελίζω ( exeutelízō ) .[ 1] By surface analysis , εξ- ( ex- ) + ευτελίζω ( eftelízo ) .
IPA (key ) : /e.kse.fteˈli.zo/
Hyphenation: ε‧ξευ‧τε‧λί‧ζω
εξευτελίζω • (exeftelízo ) (past εξευτέλισα , passive εξευτελίζομαι , p‑past εξευτελίστηκα , ppp εξευτελισμένος ) ( transitive )
to debase , to degrade ( to lower in quality or value )
to abase , to demean ( to lower, as in condition in life, office, rank, etc., so as to cause pain or hurt feelings; to degrade, to depress, to humble, to humiliate )
Synonym: ξεφτιλίζω ( xeftilízo )
εξευτελίζω εξευτελίζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
εξευτελίζω
εξευτελίσω
εξευτελίζομαι
εξευτελιστώ
2 sg
εξευτελίζεις
εξευτελίσεις
εξευτελίζεσαι
εξευτελιστείς
3 sg
εξευτελίζει
εξευτελίσει
εξευτελίζεται
εξευτελιστεί
1 pl
εξευτελίζουμε , [‑ομε ]
εξευτελίσουμε , [‑ομε ]
εξευτελιζόμαστε
εξευτελιστούμε
2 pl
εξευτελίζετε
εξευτελίσετε
εξευτελίζεστε , εξευτελιζόσαστε
εξευτελιστείτε
3 pl
εξευτελίζουν (ε )
εξευτελίσουν (ε )
εξευτελίζονται
εξευτελιστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
εξευτέλιζα
εξευτέλισα
εξευτελιζόμουν (α )
εξευτελίστηκα
2 sg
εξευτέλιζες
εξευτέλισες
εξευτελιζόσουν (α )
εξευτελίστηκες
3 sg
εξευτέλιζε
εξευτέλισε
εξευτελιζόταν (ε )
εξευτελίστηκε
1 pl
εξευτελίζαμε
εξευτελίσαμε
εξευτελιζόμασταν , (‑όμαστε )
εξευτελιστήκαμε
2 pl
εξευτελίζατε
εξευτελίσατε
εξευτελιζόσασταν , (‑όσαστε )
εξευτελιστήκατε
3 pl
εξευτέλιζαν , εξευτελίζαν (ε )
εξευτέλισαν , εξευτελίσαν (ε )
εξευτελίζονταν , (εξευτελιζόντουσαν )
εξευτελίστηκαν , εξευτελιστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα εξευτελίζω ➤
θα εξευτελίσω ➤
θα εξευτελίζομαι ➤
θα εξευτελιστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα εξευτελίζεις , …
θα εξευτελίσεις , …
θα εξευτελίζεσαι , …
θα εξευτελιστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … εξευτελίσει έχω, έχεις, … εξευτελισμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … εξευτελιστεί είμαι , είσαι , … εξευτελισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … εξευτελίσει είχα, είχες, … εξευτελισμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … εξευτελιστεί ήμουν , ήσουν , … εξευτελισμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … εξευτελίσει θα έχω, θα έχεις, … εξευτελισμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … εξευτελιστεί θα είμαι, θα είσαι, … εξευτελισμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
εξευτέλιζε
εξευτέλισε
—
εξευτελίσου
2 pl
εξευτελίζετε
εξευτελίστε
εξευτελίζεστε
εξευτελιστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
εξευτελίζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας εξευτελίσει ➤
εξευτελισμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
εξευτελίσει
εξευτελιστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.