Jump to content

πετραρχικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Πετράρχης (Petrárchis, Petrarch) +‎ -ικός (-ikós, -an, -ic)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pe.tɾaɾ.çiˈkos/
  • Rhymes: -os
  • Hyphenation: πε‧τραρ‧χι‧κός

Adjective

[edit]

πετραρχικός (petrarchikósm (feminine πετραρχική, neuter πετραρχικό)

  1. (literature) Petrarchan

Declension

[edit]
Declension of πετραρχικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πετραρχικός (petrarchikós) πετραρχική (petrarchikí) πετραρχικό (petrarchikó) πετραρχικοί (petrarchikoí) πετραρχικές (petrarchikés) πετραρχικά (petrarchiká)
genitive πετραρχικού (petrarchikoú) πετραρχικής (petrarchikís) πετραρχικού (petrarchikoú) πετραρχικών (petrarchikón) πετραρχικών (petrarchikón) πετραρχικών (petrarchikón)
accusative πετραρχικό (petrarchikó) πετραρχική (petrarchikí) πετραρχικό (petrarchikó) πετραρχικούς (petrarchikoús) πετραρχικές (petrarchikés) πετραρχικά (petrarchiká)
vocative πετραρχικέ (petrarchiké) πετραρχική (petrarchikí) πετραρχικό (petrarchikó) πετραρχικοί (petrarchikoí) πετραρχικές (petrarchikés) πετραρχικά (petrarchiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πετραρχικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πετραρχικός, etc.)

Derived terms

[edit]
[edit]