υποπλοίαρχος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]υποπλοίαρχος • (ypoploíarchos) m or f (plural υποπλοίαρχοι)
- (military) the rank of lieutenant in the Royal Navy and US navy with the NATO grade OF-2
- Synonym: (abbreviation) υπχος (ypchos)
Declension
[edit]Declension of υποπλοίαρχος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | υποπλοίαρχος • | υποπλοίαρχοι • |
genitive | υποπλοιάρχου • | υποπλοιάρχων • |
accusative | υποπλοίαρχο • | υποπλοιάρχους • |
vocative | υποπλοίαρχε • | υποπλοίαρχοι • |
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- υποπλοίαρχος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el