Jump to content

εγκληματικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from εγκληματικός (egklimatikós) +‎ -ότητα (-ótita).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /eŋ.ɡli.ma.tiˈko.ti.ta/
  • Hyphenation: ε‧γκλη‧μα‧τι‧κό‧τη‧τα

Noun

[edit]

εγκληματικότητα (egklimatikótitaf

  1. (rare) criminality (the state of being criminal)
  2. crime, criminality (criminal activity)

Declension

[edit]
Declension of εγκληματικότητα
singular plural
nominative εγκληματικότητα (egklimatikótita) εγκληματικότητες (egklimatikótites)
genitive εγκληματικότητας (egklimatikótitas) εγκληματικοτήτων (egklimatikotíton)
accusative εγκληματικότητα (egklimatikótita) εγκληματικότητες (egklimatikótites)
vocative εγκληματικότητα (egklimatikótita) εγκληματικότητες (egklimatikótites)
[edit]

References

[edit]
  1. ^ εγκληματικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language