Jump to content

εγκληματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εγκληματικός (egklimatikósm (feminine εγκληματική, neuter εγκληματικό)

  1. criminal

Declension

[edit]
Declension of εγκληματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εγκληματικός (egklimatikós) εγκληματική (egklimatikí) εγκληματικό (egklimatikó) εγκληματικοί (egklimatikoí) εγκληματικές (egklimatikés) εγκληματικά (egklimatiká)
genitive εγκληματικού (egklimatikoú) εγκληματικής (egklimatikís) εγκληματικού (egklimatikoú) εγκληματικών (egklimatikón) εγκληματικών (egklimatikón) εγκληματικών (egklimatikón)
accusative εγκληματικό (egklimatikó) εγκληματική (egklimatikí) εγκληματικό (egklimatikó) εγκληματικούς (egklimatikoús) εγκληματικές (egklimatikés) εγκληματικά (egklimatiká)
vocative εγκληματικέ (egklimatiké) εγκληματική (egklimatikí) εγκληματικό (egklimatikó) εγκληματικοί (egklimatikoí) εγκληματικές (egklimatikés) εγκληματικά (egklimatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εγκληματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εγκληματικός, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]