Jump to content

εγκληματολογικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

εγκληματολογικός (egklimatologikósm (feminine εγκληματολογική, neuter εγκληματολογικό)

  1. criminological, forensic
    εγκληματολογικό εργαστήριο (forensic laboratory)

Declension

[edit]
Declension of εγκληματολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εγκληματολογικός (egklimatologikós) εγκληματολογική (egklimatologikí) εγκληματολογικό (egklimatologikó) εγκληματολογικοί (egklimatologikoí) εγκληματολογικές (egklimatologikés) εγκληματολογικά (egklimatologiká)
genitive εγκληματολογικού (egklimatologikoú) εγκληματολογικής (egklimatologikís) εγκληματολογικού (egklimatologikoú) εγκληματολογικών (egklimatologikón) εγκληματολογικών (egklimatologikón) εγκληματολογικών (egklimatologikón)
accusative εγκληματολογικό (egklimatologikó) εγκληματολογική (egklimatologikí) εγκληματολογικό (egklimatologikó) εγκληματολογικούς (egklimatologikoús) εγκληματολογικές (egklimatologikés) εγκληματολογικά (egklimatologiká)
vocative εγκληματολογικέ (egklimatologiké) εγκληματολογική (egklimatologikí) εγκληματολογικό (egklimatologikó) εγκληματολογικοί (egklimatologikoí) εγκληματολογικές (egklimatologikés) εγκληματολογικά (egklimatologiká)
[edit]