εγκληματολογικοί
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]εγκληματολογικοί • (egklimatologikoí)
- nominative masculine plural of εγκληματολογικός (egklimatologikós)
- vocative masculine plural of εγκληματολογικός (egklimatologikós)
εγκληματολογικοί • (egklimatologikoí)