πυρηνικός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From πυρήνας (pyrínas, “kern, nucleus”) + -ικός (-ikós). Calque of French nucléaire and English nuclear.
Adjective
[edit]πυρηνικός • (pyrinikós) m (feminine πυρηνική, neuter πυρηνικό)
- nuclear
- Θα επηρεάσει επίσης και ολόκληρες πόλεις, όπου ο πυρηνικός σταθµός είναι γενικά ο κύριος εργοδότης.
- Tha epireásei epísis kai olóklires póleis, ópou o pyrinikós stathµós eínai geniká o kýrios ergodótis.
- It would also affect whole towns where the nuclear power plant is generally the main employer.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πυρηνικός (pyrinikós) | πυρηνική (pyrinikí) | πυρηνικό (pyrinikó) | πυρηνικοί (pyrinikoí) | πυρηνικές (pyrinikés) | πυρηνικά (pyriniká) | |
genitive | πυρηνικού (pyrinikoú) | πυρηνικής (pyrinikís) | πυρηνικού (pyrinikoú) | πυρηνικών (pyrinikón) | πυρηνικών (pyrinikón) | πυρηνικών (pyrinikón) | |
accusative | πυρηνικό (pyrinikó) | πυρηνική (pyrinikí) | πυρηνικό (pyrinikó) | πυρηνικούς (pyrinikoús) | πυρηνικές (pyrinikés) | πυρηνικά (pyriniká) | |
vocative | πυρηνικέ (pyriniké) | πυρηνική (pyrinikí) | πυρηνικό (pyrinikó) | πυρηνικοί (pyrinikoí) | πυρηνικές (pyrinikés) | πυρηνικά (pyriniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πυρηνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πυρηνικός, etc.)
Derived terms
[edit]- πυρηνικός αντιδραστήρας m (pyrinikós antidrastíras, “nuclear reactor”)
- πυρηνικός αφοπλισμός m (pyrinikós afoplismós, “nuclear disarmament”)
Further reading
[edit]- πυρηνικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language