Jump to content

πυρηνικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From πυρήνας (pyrínas, kern, nucleus) +‎ -ικός (-ikós). Calque of French nucléaire and English nuclear.

Adjective

[edit]

πυρηνικός (pyrinikósm (feminine πυρηνική, neuter πυρηνικό)

  1. nuclear
    Θα επηρεάσει επίσης και ολόκληρες πόλεις, όπου ο πυρηνικός σταθµός είναι γενικά ο κύριος εργοδότης.
    Tha epireásei epísis kai olóklires póleis, ópou o pyrinikós stathµós eínai geniká o kýrios ergodótis.
    It would also affect whole towns where the nuclear power plant is generally the main employer.

Declension

[edit]
Declension of πυρηνικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πυρηνικός (pyrinikós) πυρηνική (pyrinikí) πυρηνικό (pyrinikó) πυρηνικοί (pyrinikoí) πυρηνικές (pyrinikés) πυρηνικά (pyriniká)
genitive πυρηνικού (pyrinikoú) πυρηνικής (pyrinikís) πυρηνικού (pyrinikoú) πυρηνικών (pyrinikón) πυρηνικών (pyrinikón) πυρηνικών (pyrinikón)
accusative πυρηνικό (pyrinikó) πυρηνική (pyrinikí) πυρηνικό (pyrinikó) πυρηνικούς (pyrinikoús) πυρηνικές (pyrinikés) πυρηνικά (pyriniká)
vocative πυρηνικέ (pyriniké) πυρηνική (pyrinikí) πυρηνικό (pyrinikó) πυρηνικοί (pyrinikoí) πυρηνικές (pyrinikés) πυρηνικά (pyriniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πυρηνικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πυρηνικός, etc.)

Derived terms

[edit]

Further reading

[edit]