πυρηνικός αντιδραστήρας
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]πυρηνικός αντιδραστήρας • (pyrinikós antidrastíras) m (plural πυρηνικοί αντιδραστήρες)
- (physics, energy) nuclear reactor
Declension
[edit]- see: πυρηνικός (pyrinikós) and αντιδραστήρας (antidrastíras)