Jump to content

απόκρημνος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απόκρημνος (apókrimnosm (feminine απόκρημνη, neuter απόκρημνο)

  1. steep, craggy
    Synonym: απόγκρεμος (apógkremos)
    Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε πόσο απόκρημνο, πετρώδες και δύσκολο θα είναι το μονοπάτι.
    Den prépei na ypotimísoume póso apókrimno, petródes kai dýskolo tha eínai to monopáti.
    We should not underestimate just how steep, stony and difficult the path is going to be.

Declension

[edit]
Declension of απόκρημνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απόκρημνος (apókrimnos) απόκρημνη (apókrimni) απόκρημνο (apókrimno) απόκρημνοι (apókrimnoi) απόκρημνες (apókrimnes) απόκρημνα (apókrimna)
genitive απόκρημνου (apókrimnou) απόκρημνης (apókrimnis) απόκρημνου (apókrimnou) απόκρημνων (apókrimnon) απόκρημνων (apókrimnon) απόκρημνων (apókrimnon)
accusative απόκρημνο (apókrimno) απόκρημνη (apókrimni) απόκρημνο (apókrimno) απόκρημνους (apókrimnous) απόκρημνες (apókrimnes) απόκρημνα (apókrimna)
vocative απόκρημνε (apókrimne) απόκρημνη (apókrimni) απόκρημνο (apókrimno) απόκρημνοι (apókrimnoi) απόκρημνες (apókrimnes) απόκρημνα (apókrimna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απόκρημνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απόκρημνος, etc.)

Further reading

[edit]