πατρωνυμικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

πατρωνυμικός (patronymikósm (feminine πατρωνυμική, neuter πατρωνυμικό)

  1. patronymic

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πατρωνυμικός (patronymikós) πατρωνυμική (patronymikí) πατρωνυμικό (patronymikó) πατρωνυμικοί (patronymikoí) πατρωνυμικές (patronymikés) πατρωνυμικά (patronymiká)
genitive πατρωνυμικού (patronymikoú) πατρωνυμικής (patronymikís) πατρωνυμικού (patronymikoú) πατρωνυμικών (patronymikón) πατρωνυμικών (patronymikón) πατρωνυμικών (patronymikón)
accusative πατρωνυμικό (patronymikó) πατρωνυμική (patronymikí) πατρωνυμικό (patronymikó) πατρωνυμικούς (patronymikoús) πατρωνυμικές (patronymikés) πατρωνυμικά (patronymiká)
vocative πατρωνυμικέ (patronymiké) πατρωνυμική (patronymikí) πατρωνυμικό (patronymikó) πατρωνυμικοί (patronymikoí) πατρωνυμικές (patronymikés) πατρωνυμικά (patronymiká)

Noun

[edit]

πατρωνυμικός (patronymikósm

  1. patronymic

Declension

[edit]
singular plural
nominative πατρωνυμικός (patronymikós) πατρωνυμικοί (patronymikoí)
genitive πατρωνυμικού (patronymikoú) πατρωνυμικών (patronymikón)
accusative πατρωνυμικό (patronymikó) πατρωνυμικούς (patronymikoús)
vocative πατρωνυμικέ (patronymiké) πατρωνυμικοί (patronymikoí)
[edit]