Jump to content

αριστοκρατικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αριστοκρατικότητα (aristokratikótitaf (plural αριστοκρατικότητες)

  1. sophistication, graciousness

Declension

[edit]
Declension of αριστοκρατικότητα
singular plural
nominative αριστοκρατικότητα (aristokratikótita) αριστοκρατικότητες (aristokratikótites)
genitive αριστοκρατικότητας (aristokratikótitas) αριστοκρατικοτήτων (aristokratikotíton)
accusative αριστοκρατικότητα (aristokratikótita) αριστοκρατικότητες (aristokratikótites)
vocative αριστοκρατικότητα (aristokratikótita) αριστοκρατικότητες (aristokratikótites)
[edit]

Further reading

[edit]