From Wiktionary, the free dictionary
From αλληλο- ( allilo- ) + υποστηρίζω ( ypostirízo ) .
αλληλοϋποστηρίζομαι • (alliloÿpostirízomai ) deponent
to help each other , mutually support
to stick together
αλληλοϋποστηρίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
1 sg
αλληλοϋποστηρίζομαι
αλληλοϋποστηριστώ
2 sg
αλληλοϋποστηρίζεσαι
αλληλοϋποστηριστείς
3 sg
αλληλοϋποστηρίζεται
αλληλοϋποστηριστεί
1 pl
αλληλοϋποστηριζόμαστε
αλληλοϋποστηριστούμε
2 pl
αλληλοϋποστηρίζεστε , αλληλοϋποστηριζόσαστε
αλληλοϋποστηριστείτε
3 pl
αλληλοϋποστηρίζονται
αλληλοϋποστηριστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
1 sg
αλληλοϋποστηριζόμουν (α )
αλληλοϋποστηρίστηκα
2 sg
αλληλοϋποστηριζόσουν (α )
αλληλοϋποστηρίστηκες
3 sg
αλληλοϋποστηριζόταν (ε )
αλληλοϋποστηρίστηκε
1 pl
αλληλοϋποστηριζόμασταν , (‑όμαστε )
αλληλοϋποστηριστήκαμε
2 pl
αλληλοϋποστηριζόσασταν , (‑όσαστε )
αλληλοϋποστηριστήκατε
3 pl
αλληλοϋποστηρίζονταν , (αλληλοϋποστηριζόντουσαν )
αλληλοϋποστηρίστηκαν , αλληλοϋποστηριστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
1 sg
θα αλληλοϋποστηρίζομαι ➤
θα αλληλοϋποστηριστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αλληλοϋποστηρίζεσαι , …
θα αλληλοϋποστηριστείς , …
Perfect aspect ➤
Present perfect ➤
έχω, έχεις, … αλληλοϋποστηριστεί
Past perfect ➤
είχα, είχες, … αλληλοϋποστηριστεί
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αλληλοϋποστηριστεί
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αλληλοϋποστηρίσου
2 pl
αλληλοϋποστηρίζεστε
αλληλοϋποστηριστείτε
Other forms
Passive voice
Present participle ➤
αλληλοϋποστηριζόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle ➤
—
Nonfinite form ➤
αλληλοϋποστηριστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.