Jump to content

χαμηλοβλεπούσα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

χαμηλο- (chamilo-, low) +‎ βλέπ(ω) (vlép(o), I see, look) +‎ -ούσα (-oúsa, feminine possessive suffix)

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /xa.mi.lo.vleˈpu.sa/
  • Hyphenation: χα‧μη‧λο‧βλε‧πού‧σα

Noun

[edit]

χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsaf (plural χαμηλοβλεπούσες)

  1. (colloquial, humorous) shrinking violet (very shy woman, who figuratively won't even look anyone in the eye)
    Νομίζει ότι το να παίζει την χαμηλοβλέπουσα έλκει τους άνδρες.
    Nomízei óti to na paízei tin chamilovlépousa élkei tous ándres.
    She thinks that acting the shrinking violet attracts men.

Declension

[edit]
Declension of χαμηλοβλεπούσα
singular plural
nominative χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsa) χαμηλοβλεπούσες (chamilovlepoúses)
genitive χαμηλοβλεπούσας (chamilovlepoúsas) -
accusative χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsa) χαμηλοβλεπούσες (chamilovlepoúses)
vocative χαμηλοβλεπούσα (chamilovlepoúsa) χαμηλοβλεπούσες (chamilovlepoúses)

Synonyms

[edit]