Jump to content

διστακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek διστακτικός (distaktikós), from διστάζω (distázō).

Adjective

[edit]

διστακτικός (distaktikósm (feminine διστακτική, neuter διστακτικό)

  1. hesitant, timid

Declension

[edit]
Declension of διστακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διστακτικός (distaktikós) διστακτική (distaktikí) διστακτικό (distaktikó) διστακτικοί (distaktikoí) διστακτικές (distaktikés) διστακτικά (distaktiká)
genitive διστακτικού (distaktikoú) διστακτικής (distaktikís) διστακτικού (distaktikoú) διστακτικών (distaktikón) διστακτικών (distaktikón) διστακτικών (distaktikón)
accusative διστακτικό (distaktikó) διστακτική (distaktikí) διστακτικό (distaktikó) διστακτικούς (distaktikoús) διστακτικές (distaktikés) διστακτικά (distaktiká)
vocative διστακτικέ (distaktiké) διστακτική (distaktikí) διστακτικό (distaktikó) διστακτικοί (distaktikoí) διστακτικές (distaktikés) διστακτικά (distaktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διστακτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διστακτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διστακτικότερος (distaktikóteros) διστακτικότερη (distaktikóteri) διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότεροι (distaktikóteroi) διστακτικότερες (distaktikóteres) διστακτικότερα (distaktikótera)
genitive διστακτικότερου (distaktikóterou) διστακτικότερης (distaktikóteris) διστακτικότερου (distaktikóterou) διστακτικότερων (distaktikóteron) διστακτικότερων (distaktikóteron) διστακτικότερων (distaktikóteron)
accusative διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότερη (distaktikóteri) διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότερους (distaktikóterous) διστακτικότερες (distaktikóteres) διστακτικότερα (distaktikótera)
vocative διστακτικότερε (distaktikótere) διστακτικότερη (distaktikóteri) διστακτικότερο (distaktikótero) διστακτικότεροι (distaktikóteroi) διστακτικότερες (distaktikóteres) διστακτικότερα (distaktikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διστακτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative διστακτικότατος (distaktikótatos) διστακτικότατη (distaktikótati) διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατοι (distaktikótatoi) διστακτικότατες (distaktikótates) διστακτικότατα (distaktikótata)
genitive διστακτικότατου (distaktikótatou) διστακτικότατης (distaktikótatis) διστακτικότατου (distaktikótatou) διστακτικότατων (distaktikótaton) διστακτικότατων (distaktikótaton) διστακτικότατων (distaktikótaton)
accusative διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατη (distaktikótati) διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατους (distaktikótatous) διστακτικότατες (distaktikótates) διστακτικότατα (distaktikótata)
vocative διστακτικότατε (distaktikótate) διστακτικότατη (distaktikótati) διστακτικότατο (distaktikótato) διστακτικότατοι (distaktikótatoi) διστακτικότατες (distaktikótates) διστακτικότατα (distaktikótata)

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]