διστακτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]διστακτικά • (distaktiká)
- nominative neuter plural of διστακτικός (distaktikós)
- accusative neuter plural of διστακτικός (distaktikós)
- vocative neuter plural of διστακτικός (distaktikós)
διστακτικά • (distaktiká)