απόκρουση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απόκρουση • (apókrousi) f (plural αποκρούσεις)
Declension
[edit]Declension of απόκρουση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απόκρουση • | αποκρούσεις • | |
genitive | απόκρουσης • | αποκρούσεων • | |
accusative | απόκρουση • | αποκρούσεις • | |
vocative | απόκρουση • | αποκρούσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποκρούσεως • |
Related terms
[edit]- see: αποκρούω (apokroúo, “I repel”)