User:Saltmarsh/Lists/Abbreviations

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

User:Saltmarsh/Lists - Corewords - Adjectives - Nouns - Verbs - Abbreviations - Ages - Bible - Birds - Calendar - Computing & technology - Family - Food - Geography - Grammar, language - Life - Misc - Names - Number & measurement - Pronouns - Public transport - Occupations - Tools etc - Typography - Weather - Index - menu


OLD

[edit]
Greek English Abbr.
απαρχαιωμένος archaic απαρχ.
στα αρχαία in Ancient Greek αρχ.
αστειολογικός jocular αστειολ.
διάλεκτος dialect διάλ.
ειρωνικός, ironical, -ly ειρων.
εμφατικός, emphatic, -ally εμφ.
επιτακτικός, intensive, -ly επιτ.
ευφημιστικός euphemistic ευφνμ.
ιστορικός historical ιστ.
καθαρεύουσα officialese, Katharevousa καθαρ.
καθομιλουμένη colloquial καθομ.
κυριολεκτικά literally κρλ.
λαϊκός, informal, -ly λαϊκ.
λόγιος formal λόγ.
λογοτεχνικός literary λογοτ.
μάγκικος slang μάγκ.
μεταφορικώς figuratively μτφ.
παροιμία proverb παροιμ.
πεπαλαιωμένος dated πεπαλ.
περιφρονητικός, derogatory περιφρ.
ποιητικός poetic ποιητ.
σπάνιος rare σπάν.
υποτιμητικός pejorative υποτιμ.
χιουμοριστικός, humorous χιουμορ.
χλευαστικός, derisory χλευαστ.
χυδαίος, vulgar χυδ.
ταμπού taboo
καθαρεύουσας Katharevousa *

Dictionary abbreviations

[edit]
Appendix:Greek abbreviations

Α, α

[edit]
Α. Ανατολικός,-ή,-ό Anatolian
α. ανατολικός,-ή,-ό oriental
ά. άλλως, αλλιώς or,otherwise
ά. άρθρο article
αβέβ. αβέβαιος uncertain
αβεστ. αβεστική Avestan language
Α.Γ. Αγία Γραφή Holy Bible
άγ. άγιος,-α,-ο holy,saintly
αγγλ. αγγλικός,-ή,-ό English
αγν. αγνώστου ditto
άγν. άγνωστος unknown
αδύν. αδύνατος,-ή,-ό unstressed
αεροναυτ. αεροναυτική aeronautical
αεροπ. αεροπορία, αεροπορικός aviation
αθλ. αθλητικός, αθλητισμός athletics
αθλητ. αθλητικός, αθλητισμός athletics
αι. αιώνας century
αιγυπτ. αιγυπτιακός Egyptian
αιολ. αιολικός,-ή,-ό Aeolian,wind
αιτ. αιτιατική πτώση accusative case
αιτιολ. αιτιολογικός,-ή,-ό causative
ακκαδ. ακκαδική Akkadian
άκλ. άκλιτος,-η,-ο invariable
αλβ. αλβανικός,-ή,-ό Albanian
αλβαν. αλβανικός,-ή,-ό Albanian
αλληλ. αλληλοπαθής reciprocal
αλχ. αλχημεία alchemy
αμ. αμετάβατο ρήμα intransitive verb
αμάρτ. αμάρτυρος,-η,-ο unattested
αμερ. αμερικανικός,-ή,-ό American
αμετβ. αμετάβατο ρήμα intransitive verb
αμτβ. αμετάβατο ρήμα intransitive verb
αναβιβ. αναβιβασμός stress shift left
αναλογ. αναλογία, αναλογικά analogy
ανατ. ανατομία, ανατομικός anatomy
ανατομ. ανατομία, ανατομικός anatomy
αναφ. αναφορικός,-ή,-ό relative
αναφορ. αναφορικός,-ή,-ό relative
ανδρων. ανδρωνυμικός from masculine name
ανεπ. ανεπίσημος informal
ανεπίσ. ανεπίσημος informal
ανθ. ανθοκομία, ανθοκομικός floriculture
ανθρωπ. ανθρωπολογία, ανθρωπολογικός anthropology
ανθρωπολ. ανθρωπολογία, ανθρωπολογικός anthropology
ανομ. ανομοίωση dissimilation
αντ. αντίθετος,-η,-ο opposite
αντιδάν. αντιδάνειο reborrowing
αντιθ. αντιθετικός,-ή,-ό opposite
αντίθ. αντίθετος,-η,-ο opposite
αντικ. αντικειμένος object
αντίστ. αντίστοιχος,-η,-ο equivalent, respective
αντων. αντωνυμία pronoun
ανώμ. ανώμαλος,-η,-ο irregular
αόρ. αόριστος indefinite, aorist
αόρ. αόριστος ditto
αορ. αορίστου ditto
αοριστολ. αοριστολογικός ambiguous, indeterminate
απαρ. απαρέμφατο infinitive
απαρχ. απαρχαιωμένος,-η,-ο archaic
απλολ. απλολογία haplological
απόδ. απόδοση apodosis
αποθ. αποθετικό deponent
απολ. απολύτως absolute
απόλ. απόλυτος, απόλυτα absolute
αμορημ. απορηματικός,-ώς doubtful, dubitative
απρμφ. απαρέμφατο infinitive
απροσ. απροσώπως impersonal
απρόσ. απρόσωπο, απρόσωπος impersonal
απρφ. απαρέμφατο infinitive
αρ. αριθμός numeral
αραβ. αραβικός,-ή,-ό Arabic
αραβοτουρκ. αραβοτουρκικός Arabic-Turkish
αραμ. αραμαϊκός,-ή,-ό Aramaic
αργκ. αργκό argot, slang
άρθρ. άρθρο article
αριθ. αριθμητικό numeral
αριθμ. αριθμητικό numeral
αριθμητ. αριθμητικό numeral
αρκτ. αρκτικό initial
αρκτικόλ. αρκτικόλεξο initialism
αρμ. αρμενικός,-ή,-ό Armenian
αρνητ. αρνητικός,-ή,-ό,-ά negative, undesirable
αρομουν. αρομουνική, αρωμουνική Aromanian, Vlach
αρσ. αρσενικό, αρσενικός masculine
αρχ. αρχαίος,-α,-ο ancient
αρχ. στα αρχαία in ancient
αρχ.αγγλ. αρχαία αγγλική Old English
αρχ.γερμ. αρχαία γερμανική Old High German
αρχαιολ. αρχαιολογία, αρχαιολογικός archaeology
αρχαιοπρ. αρχαιοπρεπής,ής,ές archaic
αρχαϊστ. αρχαϊστικός archaistic
αρχιτ. αρχιτεκτονική, αρχιτεκτονικός architecture
αρωμ. αρωμουνική,αρομουνική Aromanian, Vlach
αστ.κώδ. αστικός κώδικας civil code
αστειολ. αστειολογικός jocular
αστρολ. αστρολογία, αστρολογικός astrology
αστρον. αστρονομία, αστρονομικός astronomy
αστροναυτ. αστροναυτική astronautics
ασυναίρ. ασυναίρετος uncontracted
ασυνίζ. ασυνίζητο no synizesis
αττ. αττικός,-ή,-ό Attic
αύξ. αύξηση augment
αυτ. αυτόθι ibidem
αφηρ. αφηρημένο abstract
αχώρ. αχώριστο inseparable

Ζζ, Ηη, Θθ, Ιι

[edit]
ζωγρ ζωγραφική
ζωολ. ζωολογία zoology
ηλεκτρ. ηλεκτρισμός
ηλεκτρ. ηλεκτρολογία electricity
ηλεκτρολ. ηλεκτρολογία electricity
θ. θέμα
θεατρ. θέατρο theatre
θετ. θετικός
θηλ. θηλυκό feminine
θρησκ. θρησκεία religion
θρησκ. θρησκευτικός religion
θρησκειολ. θρησκειολογία
θωπευτ. θωπευτικό
ιατρ. ιατρική medicine
ιδ. ιδίως
ιστ. ιστορία history
ιταλ. ιταλικός Ιtalian

Κκ

[edit]
κ. και
κ.ά. και άλλα et al.
κ.ά. και άλλοι et al.
Κ.Δ. Καινή Διαθήκη N.T., New Testament
κ.λπ. και λοιπά etc (and the rest)
καθημ. καθημερινός everyday
κακόσ. κακόσημος, που έχει πάρει αρνητική σημασία
κατ' επέκτ. κατ' επέκτασν moreover
κατάλ. κατάληξη suffix
καταχρ. καταχρηστικός misused
κατηγ. κατηγορούμενο predicate
κατηγορ. κατηγορούμενο predicate
κατηγορημ. κατηγορηματικός predicative
κινημ. κινηματογράφος cinema
κινηματ. κινηματογραφός
κλητ. κλητική vocative
κλπ. και λοιπά πολλά
κλπ. και λοιπά etc (and the rest)
κν. κοινώς
κοινων. κοινωνιολογία sociology
κ.ο.κ. και ούτω καθεξής]] and so on
κοροϊδ. κοροϊδευτικά derisive
κοσμογρ. κοσμογραφία
κπ. κάποιος
κπν. κάποιον somebody
κπς. κάποιος somebody
κτ. κάτι something
κτητ. κτητικός possessive
κτλ. και τα λοιπά
κ.τ.ό. και τα όμοια and the like
κυρ. κυρίως chiefly, mainly
κυριολ. κυριολεκτικά literal
κυριολ. κυριολεξία
κύρ.όν. κύριο όνομα

Λλ

[edit]
λ. λέξη word, entry
λ. λήμμα word, entry
λαογρ. λαογραφία folklore
λατ. λατινικός
λαϊκ. λαϊκά folksong
λαϊκ. λαϊκός common, vulgar
λαϊκότ. λαϊκότερος more vulgar
λογ. λογική logic
λογ. λογοτεχνία literature
λογ λογική logic
λογ λογοτεχνία literature
λογιότ. λογιότερος more learned
λογιστ. λογιστική
λογοτ. λογοτεχνικό literary
λογοτ. λογοτεχνία
λόγ. λόγιος learned
λ.χ. λόγου χάριν

Μμ

[edit]
μ. μέτρο
μαγειρ. μαγειρική culinary
μαθ. μαθηματικά mathematics
μαθημ. μαθηματικά mathematics
μεγεθ. μεγεθυντικό
μειωτ. μειωτικός derogatory
μέλλ. μέλλοντας future tense
μέσ. μέσος
μέσ. μέση φωνή middle disposition
μεσν. μεσαιωνικός medieval ad6c-18c, antiquated
μεταλλ. μεταλλευτική
μετάφρ. μετάφραση
μεταφ. μεταφορικά figurative, metaphorical
μεταφρ. μεταφραστικός translated
μεταφυσ. μεταφυσική metaphysical
μετβ. μεταβατικό, -ός transitive
μετεωρ. μετεωρολογία meteorology
μετρ. μετρική metre (poetry)
μετωνυμ. μετωνυμία metonymy
μηχαν. μηχανολογία engineering
μηχανολ. μηχανολογία
μικροβιολ. μικροβιολογία
μόρ. μόριο particle
μουσ. μουσική music
μπα. μετοχή παθητικού αορίστου
μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
μσν. μεσαιωνικός
μτβ. μεταβατικός transitive
μτγν. μεταγενέστερος later, subsequent, κοινή 3cbc-a6c
μτφ. μεταφορικά figurative, metaphorical
μτφρ. μετάφραση
μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
μτχ. μετοχή participle
μυθ. μυθικός
μυθολ. μυθολογία mythology
μυκ. μυκηναϊκός mycenean
μχ μετά χριστός ce / ad

Νν

[edit]
ναυτ. ναυτικός nautical
νε. νεοελληνικός, νεοελληνική γλώσσα
νεότ. νεότερος
νομ. νομική law
νότ. νότιος

Ξξ

[edit]
ξέν. ξένος foreign term
ξεν. ξενικός foreign term

Οο

[edit]
οικ. οικείος familiar
οικολ. οικολογία
οικον. οικονομία
οδοντιατρ. οδοντιατρική
οικον. οικονομία economy
ομοιωματ. ομοιωματικό
όν. όνομα name
ονομαστ. ονομαστική nominative
ονοματοπ. ονοματοποιημένος
οπτ. οπτική
ορθ. ορθογραφία (correct) spelling
ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
οριστ. οριστική
οριστ. οριστικός
ορυκτολ. ορυκτολογία
ουδ ουδέτερο neuter
ουσ. ουσιαστικό noun
οφθαλμ. οφθαλμιατρικός
οφθαλμολ. οφθαλμολογία

Ππ

[edit]
π xπρο χριστός βce / bc
πίν. πίνακας table
παθ. παθητική φωνή
παθ. παθητική (φωνή) passive (voice)
παθ. παθητικός
παθητ. παθητικός
παθετ. παθετικός prepositional
παθολ. παθολογία
πανεπ. πανεπιστήμιο university
παράλ. αντικ. παράλειψη αντικειμένου
παρατ. παρατατικός imperfect
παρκ. παρακείμενος present perfect
παροιμ. παροιμία proverbial
παροιμ. παροιμιώδης proverbial
παλαιότ. παλαιότερο
παλαιότ. παλαιότερος
παράγ. παράγωγος
παραγωγ. παραγωγικός
παραθ. παραθετικό
παρακ. παρακείμενος
παρατ. παρατατικός
παροιμ. παροιμία
περιλ. περιληπτικός
περιληπτ. περιληπτικός
παρωχ. παρωχημένος dated
πβ. παράβαλε compare, cf
πρβ. παράβαλε compare, cf
πρβλ. παράβαλε compare, cf
Π.Δ. Παλαιά Διαθήκη O.T., Old Testament
περιληπτ. περιληπτικός concise, brief
πιθ. πιθανόν
πιθ. πιθανώς possibly
πληθ. πληθυντικός (αριθμός) plural
πληροφ. πληροφορική computing
ποδόσφ. ποδόσφαιρο
ποίησ. ποίηση poetry
ποιητ. ποιητικός
πολ. πολιτική politics
πολιτ. πολιτική politics
πολιτ. πολιτικός
πράγμ. πράγμα
πρβ. παράβαλε
πρβλ. παράβαλε
πργ. πράγμα
πρκ. παρακείμενος
πρκμ. παρακείμενος
πρόθ. πρόθεση
προθετ. προθετικός
προκ. προκειμένου in case of
πρόσ. πρόσωπο
προσ. προσωπικός personal
προστ. προστακτική imperative
προστ. προστακτική imperative
προστακτ. προστακτικό
προσφών. προσφώνση vocative
προσωπ. προσωπικός
προφ. προφορικός oral
προφορ. προφορικός oral
πρτ. παρατατικός
πρόθ. πρόθεση preposition
πρόσ. πρόσωπο person
πρότ. πρόταση

Ρρ

[edit]
ρ. ρήμα verb
ραδιοφ. ραδιόφωνο radio
ρητορ. ρητορική

Σσ

[edit]
σημ. σημασία meaning/importance
σημασ. σημασία meaning/importance
σημδ. σημασιολογικό δάνειο
σημερ. σημερινός
σκωπτ. σκωπτικός satirical
σλαβ. σλαβικός slavonic
σπάν. σπάνιος, σπάνια rare, rarely
σπανιότ. σπανιότερος rarer
στατ. στατιστική statistics
στερ. στερητικό privative
στερητ. στερητικό
στρατ. στρατιωτικός military
συγγ. συγγενικός
συγκρ. συγκριτικός (βαθμός) comparative
συγκριτ. συγκριτικός
συλλ. συλλαβή
συμπερ. συμπερασματικός
συμφυρ. συμφυρμός
συν. συνήθως
συνήθ. συνήθως usually
συνήθης ορθ. συνήθης ορθογραφία usual spelling
συνθ. συνθετικό combining form
συνδετ. συνδετικό ρήμα copulative verb
συνεκδ. συνεκδοχικά synedoche
συνεκφ. συνεκφορά
συνηρ. συνηρημένος
συνθετ. συνθετικός
συνιζ. συνιζημένο contracted vowels
συντακτ. συντακτικός
συντομ. συντομογραφία abbreviation
συνών. συνώνυμο synonym
συνών. συνώνυμος
συχν. συχνά
σχ. σχόλιο
σχολ. σχολείο school
σύνδ. σύνδεσμος conjunction
σύνθ. σύνθεση, σύνθετο combination, composite
σύνθ. σύνθετος

Ττ

[edit]
τ. τύπος type, form
τ.μ. ετραγωγικό μέτρο
τακτ. ακτικός
τεχν. εχνολογία
τεχν. τέχνη art
τεχνολ. τεχνολογία technology
τηλεορ. τηλεόραση television
τοπ. τοπικός local
τοπογρ. οπογραφία
τοπων. οπωνύμιο
τουρκ. τουρκικός
τριοπρ. ριτοπρόσωπο
τριοπρόσ. ριτοπρόσωπο
τροπ. ροπικός
τυπογρ. τυπογραφία typography

Υυ

[edit]
υβρ. υβριστικός
υβριστ. βριστικά
υπερθ. υπερθετικός (βαθμός) superlative
υπερσ. υπερσυντέλικος
υπερσυντ. περσυντέλικος
υποθ. ποθετικός
υποθετ. ποθετικός
υποκ. υποκοριστικός, -ό diminutive
υποκορ. ποκοριστικός
υποκορ. υποκοριστικός, -ό diminutive
υποτ. υποτακτική
υποτιμητ. ποτιμητικά
ύφος ύφος style, air

Φφ

[edit]
φαρμ. φαρμακευτική pharmacy
φαρμακ. φαρμακευτική pharmacy
φιλολ. φιλολογία philology
φιλοσ. φιλοσοφία philosophy
φιλοσοφ. φιλοσοφία philosophy
φρ. φράση phrase
φυσ. φυσικός physical, natural
φυσ. φυσική physics
φυσ.ιστ. φυσική ιστορία natural history
φυσιολ. φυσιολογία physiology
φυτολ. φυτολογία botany
φων. φωνήεν
φωτογρ. φωτογραφία photography

Χχ

[edit]
χαϊδ. χαϊδευτικός
χημ. χημεία chemistry
χρηματιστ. χρηματιστήριο
χρον. χρονικός
χυδ. χυδαία
χωρ. χωρίς lacking

Ψψ

[edit]
ψυχιατρ. ψυχιατρική psychiatry
ψυχολ. ψυχολογία psychology

Ωω

[edit]
ως ως as