Jump to content

ανεπίσημος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανεπίσημος (anepísimosm (feminine ανεπίσημη, neuter ανεπίσημο)

  1. (grammar, speech) informal
    Synonym: φιλικός (filikós)
  2. incognito
  3. unofficial

Declension

[edit]
Declension of ανεπίσημος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανεπίσημος (anepísimos) ανεπίσημη (anepísimi) ανεπίσημο (anepísimo) ανεπίσημοι (anepísimoi) ανεπίσημες (anepísimes) ανεπίσημα (anepísima)
genitive ανεπίσημου (anepísimou) ανεπίσημης (anepísimis) ανεπίσημου (anepísimou) ανεπίσημων (anepísimon) ανεπίσημων (anepísimon) ανεπίσημων (anepísimon)
accusative ανεπίσημο (anepísimo) ανεπίσημη (anepísimi) ανεπίσημο (anepísimo) ανεπίσημους (anepísimous) ανεπίσημες (anepísimes) ανεπίσημα (anepísima)
vocative ανεπίσημε (anepísime) ανεπίσημη (anepísimi) ανεπίσημο (anepísimo) ανεπίσημοι (anepísimoi) ανεπίσημες (anepísimes) ανεπίσημα (anepísima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανεπίσημος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανεπίσημος, etc.)

Synonyms

[edit]
[edit]