Jump to content

φιλικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

φιλικός (filikósm (feminine φιλική, neuter φιλικό)

  1. friendly, amiable
  2. informal
    Synonym: άτυπος (átypos)

Declension

[edit]
Declension of φιλικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative φιλικός (filikós) φιλική (filikí) φιλικό (filikó) φιλικοί (filikoí) φιλικές (filikés) φιλικά (filiká)
genitive φιλικού (filikoú) φιλικής (filikís) φιλικού (filikoú) φιλικών (filikón) φιλικών (filikón) φιλικών (filikón)
accusative φιλικό (filikó) φιλική (filikí) φιλικό (filikó) φιλικούς (filikoús) φιλικές (filikés) φιλικά (filiká)
vocative φιλικέ (filiké) φιλική (filikí) φιλικό (filikó) φιλικοί (filikoí) φιλικές (filikés) φιλικά (filiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο φιλικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο φιλικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]