Jump to content

άτυπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

άτυπος (átyposm (feminine άτυπη, neuter άτυπο)

  1. informal
    Synonym: φιλικός (filikós, friendly)
  2. atypical
  3. with no agenda (meeting)

Declension

[edit]
Declension of άτυπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άτυπος (átypos) άτυπη (átypi) άτυπο (átypo) άτυποι (átypoi) άτυπες (átypes) άτυπα (átypa)
genitive άτυπου (átypou) άτυπης (átypis) άτυπου (átypou) άτυπων (átypon) άτυπων (átypon) άτυπων (átypon)
accusative άτυπο (átypo) άτυπη (átypi) άτυπο (átypo) άτυπους (átypous) άτυπες (átypes) άτυπα (átypa)
vocative άτυπε (átype) άτυπη (átypi) άτυπο (átypo) άτυποι (átypoi) άτυπες (átypes) άτυπα (átypa)

Further reading

[edit]