επιτακτικά
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]επιτακτικά • (epitaktiká)
- nominative neuter plural of επιτακτικός (epitaktikós)
- accusative neuter plural of επιτακτικός (epitaktikós)
- vocative neuter plural of επιτακτικός (epitaktikós)
επιτακτικά • (epitaktiká)