αιολικός
Appearance
See also: Αἰολικός
Greek
[edit]Etymology
[edit]Αίολος (Aíolos) + -ικός (-ikós).
Adjective
[edit]αιολικός • (aiolikós) m (feminine αιολική, neuter αιολικό)
- related to the wind or energy generated from it
- αιολικό πάρκο ― aiolikó párko ― wind farm
- Aeolian (related to Aeolia or its people)
- αιολική άρπα ― aiolikí árpa ― Aeolian harp
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιολικός (aiolikós) | αιολική (aiolikí) | αιολικό (aiolikó) | αιολικοί (aiolikoí) | αιολικές (aiolikés) | αιολικά (aioliká) | |
genitive | αιολικού (aiolikoú) | αιολικής (aiolikís) | αιολικού (aiolikoú) | αιολικών (aiolikón) | αιολικών (aiolikón) | αιολικών (aiolikón) | |
accusative | αιολικό (aiolikó) | αιολική (aiolikí) | αιολικό (aiolikó) | αιολικούς (aiolikoús) | αιολικές (aiolikés) | αιολικά (aioliká) | |
vocative | αιολικέ (aioliké) | αιολική (aiolikí) | αιολικό (aiolikó) | αιολικοί (aiolikoí) | αιολικές (aiolikés) | αιολικά (aioliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιολικός, etc.)
Related terms
[edit]- Αίολος m (Aíolos, “Aeolus”)
- αιολικό πάρκο n (aiolikó párko, “wind farm”)