Jump to content

αιολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Αίολος (Aíolos) +‎ -ικός (-ikós).

Adjective

[edit]

αιολικός (aiolikósm (feminine αιολική, neuter αιολικό)

  1. related to the wind or energy generated from it
    αιολικό πάρκοaiolikó párkowind farm
  2. Aeolian (related to Aeolia or its people)
    αιολική άρπαaiolikí árpaAeolian harp

Declension

[edit]
Declension of αιολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αιολικός (aiolikós) αιολική (aiolikí) αιολικό (aiolikó) αιολικοί (aiolikoí) αιολικές (aiolikés) αιολικά (aioliká)
genitive αιολικού (aiolikoú) αιολικής (aiolikís) αιολικού (aiolikoú) αιολικών (aiolikón) αιολικών (aiolikón) αιολικών (aiolikón)
accusative αιολικό (aiolikó) αιολική (aiolikí) αιολικό (aiolikó) αιολικούς (aiolikoús) αιολικές (aiolikés) αιολικά (aioliká)
vocative αιολικέ (aioliké) αιολική (aiolikí) αιολικό (aiolikó) αιολικοί (aiolikoí) αιολικές (aiolikés) αιολικά (aioliká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιολικός, etc.)

[edit]