αιολικό πάρκο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αιολικό πάρκο • (aiolikó párko) n (plural αιολικά πάρκα)
Declension
[edit]Coordinate terms
[edit]- ανεμογεννήτρια f (anemogennítria, “wind turbine”)
Further reading
[edit]- αιολικό πάρκο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el