αρχ.
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρχ. • (arch.) m
- (grammar) Abbreviation of αρχαίος (archaíos): ancient
Related terms
[edit]- αρχαιοπρ. (archaiopr.), αρχαιοπρεπής (archaioprepís, “archaic”)
- αρχαϊστ. (archaïst.), αρχαϊστικός (archaïstikós, “archaistic”)