αρχαϊστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αρχαϊστικός • (archaïstikós) m (feminine αρχαϊστική, neuter αρχαϊστικό)
- (grammar) archaistic
- Synonym: αρχαϊστ. (archaïst.)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαϊστικός (archaïstikós) | αρχαϊστική (archaïstikí) | αρχαϊστικό (archaïstikó) | αρχαϊστικοί (archaïstikoí) | αρχαϊστικές (archaïstikés) | αρχαϊστικά (archaïstiká) | |
genitive | αρχαϊστικού (archaïstikoú) | αρχαϊστικής (archaïstikís) | αρχαϊστικού (archaïstikoú) | αρχαϊστικών (archaïstikón) | αρχαϊστικών (archaïstikón) | αρχαϊστικών (archaïstikón) | |
accusative | αρχαϊστικό (archaïstikó) | αρχαϊστική (archaïstikí) | αρχαϊστικό (archaïstikó) | αρχαϊστικούς (archaïstikoús) | αρχαϊστικές (archaïstikés) | αρχαϊστικά (archaïstiká) | |
vocative | αρχαϊστικέ (archaïstiké) | αρχαϊστική (archaïstikí) | αρχαϊστικό (archaïstikó) | αρχαϊστικοί (archaïstikoí) | αρχαϊστικές (archaïstikés) | αρχαϊστικά (archaïstiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαϊστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαϊστικός, etc.)