Jump to content

αρχαϊσμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρχαϊσμός (archaïsmósm (plural αρχαϊσμοί)

  1. archaism

Declension

[edit]
Declension of αρχαϊσμός
singular plural
nominative αρχαϊσμός (archaïsmós) αρχαϊσμοί (archaïsmoí)
genitive αρχαϊσμού (archaïsmoú) αρχαϊσμών (archaïsmón)
accusative αρχαϊσμό (archaïsmó) αρχαϊσμούς (archaïsmoús)
vocative αρχαϊσμέ (archaïsmé) αρχαϊσμοί (archaïsmoí)
[edit]

Further reading

[edit]