αρχαϊστής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρχαϊστής • (archaïstís) m (plural αρχαϊστές, feminine αρχαΐστρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχαϊστής (archaïstís) | αρχαϊστές (archaïstés) |
genitive | αρχαϊστή (archaïstí) | αρχαϊστών (archaïstón) |
accusative | αρχαϊστή (archaïstí) | αρχαϊστές (archaïstés) |
vocative | αρχαϊστή (archaïstí) | αρχαϊστές (archaïstés) |
Related terms
[edit]- αρχαϊσμός m (archaïsmós, “archaism”)
- αρχαϊστικός (archaïstikós, “archaistic”, adjective)
- and see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
Further reading
[edit]- αρχαϊσμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αρχαϊστής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language