αρχαιοπρεπής
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αρχαιόπρεπος (archaióprepos)
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αρχαιοπρεπής • (archaioprepís) m (feminine αρχαιοπρεπής, neuter αρχαιοπρεπές)
- of archaic style or pattern
- Synonyms: αρχαϊστικός (archaïstikós), αρχαιότροπος (archaiótropos)
- (lexicography) archaistic, an archaism
- Synonym: αρχαιοπρ. (archaiopr.)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαιοπρεπής (archaioprepís) | αρχαιοπρεπής (archaioprepís) | αρχαιοπρεπές (archaioprepés) | αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) | αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) | αρχαιοπρεπή (archaioprepí) | |
genitive | αρχαιοπρεπούς (archaioprepoús) αρχαιοπρεπή (archaioprepí) |
αρχαιοπρεπούς (archaioprepoús) | αρχαιοπρεπούς (archaioprepoús) | αρχαιοπρεπών (archaioprepón) | αρχαιοπρεπών (archaioprepón) | αρχαιοπρεπών (archaioprepón) | |
accusative | αρχαιοπρεπή (archaioprepí) | αρχαιοπρεπή (archaioprepí) | αρχαιοπρεπές (archaioprepés) | αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) | αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) | αρχαιοπρεπή (archaioprepí) | |
vocative | αρχαιοπρεπή (archaioprepí) αρχαιοπρεπής (archaioprepís) |
αρχαιοπρεπής (archaioprepís) | αρχαιοπρεπές (archaioprepés) | αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) | αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) | αρχαιοπρεπή (archaioprepí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαιοπρεπής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαιοπρεπής, etc.)
Related terms
[edit]- αρχαιόπρεπα (archaióprepa, adverb)
- αρχαιοπρέπεια f (archaioprépeia, “ancient-like appearance”)
- αρχαιοπρεπώς (archaioprepós, adverb)
- see: αρχαίος (archaíos, “ancient, very old”, adjective)
Further reading
[edit]- αρχαιοπρεπής - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αρχαιοπρεπής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language