Jump to content

αρχαιοπρεπής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /aɾ.çe.o.pɾeˈpis/
  • Hyphenation: αρ‧χαι‧ο‧πρε‧πής

Adjective

[edit]

αρχαιοπρεπής (archaioprepísm (feminine αρχαιοπρεπής, neuter αρχαιοπρεπές)

  1. of archaic style or pattern
    Synonyms: αρχαϊστικός (archaïstikós), αρχαιότροπος (archaiótropos)
  2. (lexicography) archaistic, an archaism
    Synonym: αρχαιοπρ. (archaiopr.)

Declension

[edit]
Declension of αρχαιοπρεπής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιοπρεπής (archaioprepís) αρχαιοπρεπής (archaioprepís) αρχαιοπρεπές (archaioprepés) αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) αρχαιοπρεπή (archaioprepí)
genitive αρχαιοπρεπούς (archaioprepoús)
αρχαιοπρεπή (archaioprepí)
αρχαιοπρεπούς (archaioprepoús) αρχαιοπρεπούς (archaioprepoús) αρχαιοπρεπών (archaioprepón) αρχαιοπρεπών (archaioprepón) αρχαιοπρεπών (archaioprepón)
accusative αρχαιοπρεπή (archaioprepí) αρχαιοπρεπή (archaioprepí) αρχαιοπρεπές (archaioprepés) αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) αρχαιοπρεπή (archaioprepí)
vocative αρχαιοπρεπή (archaioprepí)
αρχαιοπρεπής (archaioprepís)
αρχαιοπρεπής (archaioprepís) αρχαιοπρεπές (archaioprepés) αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) αρχαιοπρεπείς (archaioprepeís) αρχαιοπρεπή (archaioprepí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αρχαιοπρεπής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αρχαιοπρεπής, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]