Jump to content

αρχαιόπρεπος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αρχαιόπρεπος (archaiópreposm (feminine αρχαιόπρεπη, neuter αρχαιόπρεπο)

  1. archaic, of antique appearance
    Synonym: αρχαιοπρεπής (archaioprepís)

Declension

[edit]
Declension of αρχαιόπρεπος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρχαιόπρεπος (archaióprepos) αρχαιόπρεπη (archaióprepi) αρχαιόπρεπο (archaióprepo) αρχαιόπρεποι (archaióprepoi) αρχαιόπρεπες (archaióprepes) αρχαιόπρεπα (archaióprepa)
genitive αρχαιόπρεπου (archaióprepou) αρχαιόπρεπης (archaióprepis) αρχαιόπρεπου (archaióprepou) αρχαιόπρεπων (archaióprepon) αρχαιόπρεπων (archaióprepon) αρχαιόπρεπων (archaióprepon)
accusative αρχαιόπρεπο (archaióprepo) αρχαιόπρεπη (archaióprepi) αρχαιόπρεπο (archaióprepo) αρχαιόπρεπους (archaióprepous) αρχαιόπρεπες (archaióprepes) αρχαιόπρεπα (archaióprepa)
vocative αρχαιόπρεπε (archaióprepe) αρχαιόπρεπη (archaióprepi) αρχαιόπρεπο (archaióprepo) αρχαιόπρεποι (archaióprepoi) αρχαιόπρεπες (archaióprepes) αρχαιόπρεπα (archaióprepa)
[edit]

Further reading

[edit]