ανδρωνυμικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανδρωνυμικός (andronymikósm (feminine ανδρωνυμική, neuter ανδρωνυμικό)

  1. relating to an andronym

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανδρωνυμικός (andronymikós) ανδρωνυμική (andronymikí) ανδρωνυμικό (andronymikó) ανδρωνυμικοί (andronymikoí) ανδρωνυμικές (andronymikés) ανδρωνυμικά (andronymiká)
genitive ανδρωνυμικού (andronymikoú) ανδρωνυμικής (andronymikís) ανδρωνυμικού (andronymikoú) ανδρωνυμικών (andronymikón) ανδρωνυμικών (andronymikón) ανδρωνυμικών (andronymikón)
accusative ανδρωνυμικό (andronymikó) ανδρωνυμική (andronymikí) ανδρωνυμικό (andronymikó) ανδρωνυμικούς (andronymikoús) ανδρωνυμικές (andronymikés) ανδρωνυμικά (andronymiká)
vocative ανδρωνυμικέ (andronymiké) ανδρωνυμική (andronymikí) ανδρωνυμικό (andronymikó) ανδρωνυμικοί (andronymikoí) ανδρωνυμικές (andronymikés) ανδρωνυμικά (andronymiká)
[edit]