Jump to content

παραγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from παραγωγ(ή) (paragog(í)) +‎ -ικός (-ikós), a calque of French productif and déductif and English derivational.[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /pa.ɾa.ɣo.ʝiˈkos/
  • Hyphenation: πα‧ρα‧γω‧γι‧κός

Adjective

[edit]

παραγωγικός (paragogikósm (feminine παραγωγική, neuter παραγωγικό)

  1. fertile, fecund
  2. productive
    Antonym: αντιπαραγωγικός (antiparagogikós)

Declension

[edit]
Declension of παραγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative παραγωγικός (paragogikós) παραγωγική (paragogikí) παραγωγικό (paragogikó) παραγωγικοί (paragogikoí) παραγωγικές (paragogikés) παραγωγικά (paragogiká)
genitive παραγωγικού (paragogikoú) παραγωγικής (paragogikís) παραγωγικού (paragogikoú) παραγωγικών (paragogikón) παραγωγικών (paragogikón) παραγωγικών (paragogikón)
accusative παραγωγικό (paragogikó) παραγωγική (paragogikí) παραγωγικό (paragogikó) παραγωγικούς (paragogikoús) παραγωγικές (paragogikés) παραγωγικά (paragogiká)
vocative παραγωγικέ (paragogiké) παραγωγική (paragogikí) παραγωγικό (paragogikó) παραγωγικοί (paragogikoí) παραγωγικές (paragogikés) παραγωγικά (paragogiká)

Derived terms

[edit]
[edit]

References

[edit]
  1. ^ παραγωγικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language