Jump to content

συνώνυμος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From σῠν- (sun-, with) +‎ ὄνῠμᾰ (ónuma, name) +‎ -ος (-os).

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

σῠνώνῠμος (sunṓnumosm or f (neuter σῠνώνῠμον); second declension

  1. Having the same name
  2. Having only one meaning: univocal
  3. synonymous

Inflection

[edit]

Descendants

[edit]

Further reading

[edit]

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

συνώνυμος (synónymosm (feminine συνώνυμη, neuter συνώνυμο)

  1. (linguistics) synonymous

Declension

[edit]
Declension of συνώνυμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνώνυμος (synónymos) συνώνυμη (synónymi) συνώνυμο (synónymo) συνώνυμοι (synónymoi) συνώνυμες (synónymes) συνώνυμα (synónyma)
genitive συνώνυμου (synónymou) συνώνυμης (synónymis) συνώνυμου (synónymou) συνώνυμων (synónymon) συνώνυμων (synónymon) συνώνυμων (synónymon)
accusative συνώνυμο (synónymo) συνώνυμη (synónymi) συνώνυμο (synónymo) συνώνυμους (synónymous) συνώνυμες (synónymes) συνώνυμα (synónyma)
vocative συνώνυμε (synónyme) συνώνυμη (synónymi) συνώνυμο (synónymo) συνώνυμοι (synónymoi) συνώνυμες (synónymes) συνώνυμα (synónyma)
[edit]

See also

[edit]