συνωνυμία
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]συνωνυμία • (synonymía) f (plural συνωνυμίες)
- (linguistics) synonymity
- Having the same name.
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνωνυμία (synonymía) | συνωνυμίες (synonymíes) |
genitive | συνωνυμίας (synonymías) | συνωνυμιών (synonymión) |
accusative | συνωνυμία (synonymía) | συνωνυμίες (synonymíes) |
vocative | συνωνυμία (synonymía) | συνωνυμίες (synonymíes) |
Related terms
[edit]See also
[edit]- αντώνυμο n (antónymo, “antonym”)