Jump to content

συνωνυμία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνωνυμία (synonymíaf (plural συνωνυμίες)

  1. (linguistics) synonymity
  2. Having the same name.

Declension

[edit]
Declension of συνωνυμία
singular plural
nominative συνωνυμία (synonymía) συνωνυμίες (synonymíes)
genitive συνωνυμίας (synonymías) συνωνυμιών (synonymión)
accusative συνωνυμία (synonymía) συνωνυμίες (synonymíes)
vocative συνωνυμία (synonymía) συνωνυμίες (synonymíes)
[edit]

See also

[edit]