συνώνυμο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

συνώνυμο (synónymon (plural συνώνυμα)

  1. (linguistics) synonym

Declension

[edit]
singular plural
nominative συνώνυμο (synónymo) συνώνυμα (synónyma)
genitive συνωνύμου (synonýmou)
συνώνυμου (synónymou)
συνωνύμων (synonýmon)
accusative συνώνυμο (synónymo) συνώνυμα (synónyma)
vocative συνώνυμο (synónymo) συνώνυμα (synónyma)

Antonyms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]