συνώνυμο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]συνώνυμο • (synónymo) n (plural συνώνυμα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνώνυμο (synónymo) | συνώνυμα (synónyma) |
genitive | συνωνύμου (synonýmou) συνώνυμου (synónymou) |
συνωνύμων (synonýmon) |
accusative | συνώνυμο (synónymo) | συνώνυμα (synónyma) |
vocative | συνώνυμο (synónymo) | συνώνυμα (synónyma) |
Antonyms
[edit]- αντώνυμο n (antónymo, “antonym”)
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- συνώνυμο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el