χιουμοριστικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from χιουμοριστ(ής) (chioumorist(ís)) + -ικός (-ikós), a calque of English humoristic.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χιουμοριστικός • (chioumoristikós) m (feminine χιουμοριστική, neuter χιουμοριστικό)
Declension
[edit]Declension of χιουμοριστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | χιουμοριστικός • | χιουμοριστική • | χιουμοριστικό • | χιουμοριστικοί • | χιουμοριστικές • | χιουμοριστικά • |
genitive | χιουμοριστικού • | χιουμοριστικής • | χιουμοριστικού • | χιουμοριστικών • | χιουμοριστικών • | χιουμοριστικών • |
accusative | χιουμοριστικό • | χιουμοριστική • | χιουμοριστικό • | χιουμοριστικούς • | χιουμοριστικές • | χιουμοριστικά • |
vocative | χιουμοριστικέ • | χιουμοριστική • | χιουμοριστικό • | χιουμοριστικοί • | χιουμοριστικές • | χιουμοριστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο χιουμοριστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο χιουμοριστικός, etc.) |
Derived terms
[edit]- χιουμοριστικά (chioumoristiká, adverb)
Related terms
[edit]- see: χιούμορ n (chioúmor)
See also
[edit]- αστείος (asteíos)
References
[edit]- ^ χιουμοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language