χιουμοριστικά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]χιουμοριστικά • (chioumoristiká)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of χιουμοριστικός (chioumoristikós).
Adverb
[edit]χιουμοριστικά • (chioumoristiká)
References
[edit]- χιουμοριστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language