ανατολικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανατολικός • (anatolikós) m (feminine ανατολική, neuter ανατολικό)
- eastern, of the east
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανατολικός (anatolikós) | ανατολική (anatolikí) | ανατολικό (anatolikó) | ανατολικοί (anatolikoí) | ανατολικές (anatolikés) | ανατολικά (anatoliká) | |
genitive | ανατολικού (anatolikoú) | ανατολικής (anatolikís) | ανατολικού (anatolikoú) | ανατολικών (anatolikón) | ανατολικών (anatolikón) | ανατολικών (anatolikón) | |
accusative | ανατολικό (anatolikó) | ανατολική (anatolikí) | ανατολικό (anatolikó) | ανατολικούς (anatolikoús) | ανατολικές (anatolikés) | ανατολικά (anatoliká) | |
vocative | ανατολικέ (anatoliké) | ανατολική (anatolikí) | ανατολικό (anatolikó) | ανατολικοί (anatolikoí) | ανατολικές (anatolikés) | ανατολικά (anatoliká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανατολικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανατολικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανατολικότερος", etc)
|
Synonyms
[edit]- (abbreviation) ανατ. (anat.)
Coordinate terms
[edit]Related terms
[edit]- see: ανατολή f (anatolí, “sunrise, dawn, east”)