ανατολικές
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανατολικές • (anatolikés)
- nominative feminine plural of ανατολικός (anatolikós)
- accusative feminine plural of ανατολικός (anatolikós)
- vocative feminine plural of ανατολικός (anatolikós)
ανατολικές • (anatolikés)