Jump to content

καθημερινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek καθημερινός (kathēmerinós), from καθ' ἡμέραν (kath' hēméran), from κατά (katá) +‎ ἡμέρα (hēméra).

Adjective

[edit]

καθημερινός (kathimerinósm (feminine καθημερινή, neuter καθημερινό)

  1. daily, every day
  2. everyday, ordinary, workaday, commonplace
  3. working day

Declension

[edit]
Declension of καθημερινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative καθημερινός (kathimerinós) καθημερινή (kathimeriní) καθημερινό (kathimerinó) καθημερινοί (kathimerinoí) καθημερινές (kathimerinés) καθημερινά (kathimeriná)
genitive καθημερινού (kathimerinoú) καθημερινής (kathimerinís) καθημερινού (kathimerinoú) καθημερινών (kathimerinón) καθημερινών (kathimerinón) καθημερινών (kathimerinón)
accusative καθημερινό (kathimerinó) καθημερινή (kathimeriní) καθημερινό (kathimerinó) καθημερινούς (kathimerinoús) καθημερινές (kathimerinés) καθημερινά (kathimeriná)
vocative καθημερινέ (kathimeriné) καθημερινή (kathimeriní) καθημερινό (kathimerinó) καθημερινοί (kathimerinoí) καθημερινές (kathimerinés) καθημερινά (kathimeriná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθημερινός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθημερινός, etc.)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]

Further reading

[edit]

Η Καθημερινή on Wikipedia.Wikipedia (a daily paper)