Jump to content

εβδομαδιαίος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From εβδομάδα (evdomáda, week). First attested 1856.

Adjective

[edit]

εβδομαδιαίος (evdomadiaíosm (feminine εβδομαδιαία, neuter εβδομαδιαίο)

  1. weekly

Declension

[edit]
Declension of εβδομαδιαίος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εβδομαδιαίος (evdomadiaíos) εβδομαδιαία (evdomadiaía) εβδομαδιαίο (evdomadiaío) εβδομαδιαίοι (evdomadiaíoi) εβδομαδιαίες (evdomadiaíes) εβδομαδιαία (evdomadiaía)
genitive εβδομαδιαίου (evdomadiaíou) εβδομαδιαίας (evdomadiaías) εβδομαδιαίου (evdomadiaíou) εβδομαδιαίων (evdomadiaíon) εβδομαδιαίων (evdomadiaíon) εβδομαδιαίων (evdomadiaíon)
accusative εβδομαδιαίο (evdomadiaío) εβδομαδιαία (evdomadiaía) εβδομαδιαίο (evdomadiaío) εβδομαδιαίους (evdomadiaíous) εβδομαδιαίες (evdomadiaíes) εβδομαδιαία (evdomadiaía)
vocative εβδομαδιαίε (evdomadiaíe) εβδομαδιαία (evdomadiaía) εβδομαδιαίο (evdomadiaío) εβδομαδιαίοι (evdomadiaíoi) εβδομαδιαίες (evdomadiaíes) εβδομαδιαία (evdomadiaía)

See also

[edit]