καθημερινά
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]καθημερινά • (kathimeriná)
- nominative/accusative/vocative neuter plural of καθημερινός (kathimerinós)
Adverb
[edit]καθημερινά • (kathimeriná)
- every day, daily
- Synonyms: (learned) καθημερινώς (kathimerinós), κάθε μέρα (káthe méra), ημερησίως (imerisíos, “per day”)
References
[edit]- καθημερινός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language