καθημερινότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from καθημεριν(ός) (kathimerin(ós)) + -ότητα (-ótita).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]καθημερινότητα • (kathimerinótita) f (plural καθημερινότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | καθημερινότητα (kathimerinótita) | καθημερινότητες (kathimerinótites) |
genitive | καθημερινότητας (kathimerinótitas) καθημερινότητος (kathimerinótitos) |
καθημερινοτήτων (kathimerinotíton) |
accusative | καθημερινότητα (kathimerinótita) | καθημερινότητες (kathimerinótites) |
vocative | καθημερινότητα (kathimerinótita) | καθημερινότητες (kathimerinótites) |
References
[edit]- ^ καθημερινότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language