μεταγενέστερος
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]Comparative of Ancient Greek μεταγενής (metagenḗs, “born after”).
Adjective
[edit]μεταγενέστερος • (metagenésteros) m (feminine μεταγενέστερη, neuter μεταγενέστερο)
- later, subsequent
- (lexicography) Koine Greek (the Greek language approximately between 300 BCE and 600 AD)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταγενέστερος (metagenésteros) | μεταγενέστερη (metagenésteri) | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστεροι (metagenésteroi) | μεταγενέστερες (metagenésteres) | μεταγενέστερα (metagenéstera) | |
genitive | μεταγενέστερου (metagenésterou) | μεταγενέστερης (metagenésteris) | μεταγενέστερου (metagenésterou) | μεταγενέστερων (metagenésteron) | μεταγενέστερων (metagenésteron) | μεταγενέστερων (metagenésteron) | |
accusative | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστερη (metagenésteri) | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστερους (metagenésterous) | μεταγενέστερες (metagenésteres) | μεταγενέστερα (metagenéstera) | |
vocative | μεταγενέστερε (metagenéstere) | μεταγενέστερη (metagenésteri) | μεταγενέστερο (metagenéstero) | μεταγενέστεροι (metagenésteroi) | μεταγενέστερες (metagenésteres) | μεταγενέστερα (metagenéstera) |
Synonyms
[edit]- ύστερος (ýsteros)
Related terms
[edit]- μτγν. (mtgn.) (abbreviation)