μεταγενέστεροι
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]μεταγενέστεροι • (metagenésteroi)
- nominative masculine plural of μεταγενέστερος (metagenésteros)
- vocative masculine plural of μεταγενέστερος (metagenésteros)
μεταγενέστεροι • (metagenésteroi)