Jump to content

αρμενικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

αρμενικός (armenikósm (feminine αρμενική, neuter αρμενικό)

  1. Armenian (relating to Armenia or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of αρμενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αρμενικός (armenikós) αρμενική (armenikí) αρμενικό (armenikó) αρμενικοί (armenikoí) αρμενικές (armenikés) αρμενικά (armeniká)
genitive αρμενικού (armenikoú) αρμενικής (armenikís) αρμενικού (armenikoú) αρμενικών (armenikón) αρμενικών (armenikón) αρμενικών (armenikón)
accusative αρμενικό (armenikó) αρμενική (armenikí) αρμενικό (armenikó) αρμενικούς (armenikoús) αρμενικές (armenikés) αρμενικά (armeniká)
vocative αρμενικέ (armeniké) αρμενική (armenikí) αρμενικό (armenikó) αρμενικοί (armenikoí) αρμενικές (armenikés) αρμενικά (armeniká)
[edit]